Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικομμουνιστικός -ή -ό [andikomunistikós] Ε1 : που είναι εχθρικός προς τον κομμουνισμό: Aντικομμουνιστική πολιτική / προπαγάνδα.
αντικομμουνιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + κομμουνιστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικομμουνιστικός, -ή, -ό [andikomunistikós]
- being against communism, anticommunist (ant φιλοκομμουνιστικός):
- ~ αγώνας |
- αντικομμουνιστική εξέγερση, προπαγάνδα, υστερία, φοβία, ψύχωση |
- αντικομμουνιστικό μένος |
- αντικομμουνιστικά συνθήματα |
- τα νέα κράτη της Aφρικής είναι συνήθως αντικομμουνιστικά |
- δεν θα ήταν φρόνιμο να βάλουμε τον αρχιεπίσκοπο (Mακάριο) να επιχειρήσει αντικομμουνιστικές προπαγανδιστικές περιοδείες (Christidis) |
- απ' τη συνεργασία του Σοστακόβιτς με τον σκηνοθέτη Nτάντσεκο είχε βγει ένα μικρό θαύμα, ούτε κομμουνιστικό ούτε αντικομμουνιστικό, αλλά ρωσικό (Athanasiadis-N) |
- πολλοί θεωρούσαν το παλάτι σαν το κύριο οχυρό της αντικομμουνιστικής αντίστασης (Psathas)
[cpd w. κομμουνιστικός]
- being against communism, anticommunist (ant φιλοκομμουνιστικός):



