Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικομμουνιστής ο [andikomunistís] Ο7 θηλ. αντικομμουνίστρια [andi komunístria] Ο27 : αυτός που χαρακτηρίζεται από αντικομμουνισμό· εχθρός του κομμουνισμού.
[λόγ. < γαλλ. anticommuniste (anti- = αντι-, -iste = -ιστής)· λόγ. αντικομμουνισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικομμουνιστής [andikomunistís] ο, (L)
- one opposing communism, anticommunist (ant κομμουνιστής):
- έγινε φανατικός ~ |
- ο αληθινός ~ του καιρού μας, όπως και ο αληθινός κομμουνιστής, έχει το μύθο του (Tsatsos)
- ⓐ in adj function (ant κομμουνιστής, φιλοκομμουνιστής):
- ~ πρωθυπουργός
[cpd w. κομμουνιστής]
- one opposing communism, anticommunist (ant κομμουνιστής):



