Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικομμουνισμός ο [andikomunizmós] Ο17 : σύνολο ιδεών και ενεργειών που χαρακτηρίζονται από εχθρότητα προς τον κομμουνισμό: Φασιστικό καθεστώς με κύριο χαρακτηριστικό τον αντικομμουνισμό.
[λόγ. < γαλλ. anticommunisme (anti- = αντι-, -isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικομμουνισμός [andikomunizmós] ο, (L)
- stance against communism, anticommunism:
- κλίμα αντικομμουνισμού |
- στείρος ~ |
- ο υπουργός βράζει απ' τον αντικομμουνισμό του |
- υποδαυλίζει τον αντικομμουνισμό |
- μπήκε στην κυβέρνηση από αντικομμουνισμό, γιατί ήθελε να εκδικηθεί τους μπολσεβίκους (ChZalokostas)
[cpd w. κομμουνισμός]
- stance against communism, anticommunism: