Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικλείδι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικλείδι το [andiklíδi] Ο44 : κλειδί που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα, ιδίως μυστικό ή παράνομο, μιας κλειδαριάς, ενώ δεν κατασκευάστηκε ειδικά γι΄ αυτή: Οι κλέφτες άνοιξαν την πόρτα χρησιμοποιώντας ~. Γενικό ~, πασπαρτού.

[μσν.(;) *αντικλείδι(ον) υποκορ. του ελνστ. ἀντίκλεις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικλείδι [andiclí∂i] το, (& Kazantz αντίκλειδο)
  • ① passkey, master key (syn πασπαρτού):
    • φτιάχνω ~ |
    • folks. κλέψαν του Xάρου τα κλειδιά, του Xάρου τ' αντικλείδια (Theros) |
    • Mάλτα για δος μας τα κλειδιά, για δος μας τ' αντικλείδια (DPetrop) |
    • poem κάνε κλειδί κι αντίκλειδο, καρδιά, και διπλομανταλώσου (Kazantz Od 17.988)
  • ⓐ passkey, skeleton key, picklock:
    • να του δώσω έναν πιστόν μου άνθρωπο να πάνε σε μέρος να του δείξει όλα τ' αντικλείδια και τις κλεψές (Makryg) |
    • άνοιξε ο Παντελής μ' ~ το συρτάρι και βούτηξε πέντε λίρες (Karagatsis)
  • ② fig key (to understanding sth):
    • ο ιστορικός υλισμός δεν είναι φιλοσοφία της ιστορίας, δεν είναι ~ που ανοίγει όλες τις πόρτες· είναι μόνο η αρχή μιας τεχνικής (Papanoutsos)

[fr LMG (Somavera) αντικλείδι ← MG *αντικλείδιν ← *αντικλείδιον, der of K, MG ἀντίκλεις 'false key']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες