Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικειμενικώς [andicimenikós] adv (L)
- objectively (syn αντικειμενικά 1, ant υποκειμενικώς):
- ~ έγκυρο αίτημα |
- ~ αναγκαία γνώση |
- ο έρως προς την ελληνική φιλοσοφία βοήθησε τον Ωριγένη να υπερνικήσει ~ τις δυσχέρειες (sc της ερμηνείας) (Theodorakop) |
- η εξήγηση των υποκειμενικών συμβόλων αποτελεί πρόβλημα ~ άλυτο (Michelis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενικώς, der of kath αντικειμενικός]
- objectively (syn αντικειμενικά 1, ant υποκειμενικώς):



