Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικείμενος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αντικείμενος, μτχ. επίθ.
  • Α´ Ως επίθ. (προκ. για πονηρά πνεύματα) διαβολικός:
    • (Φυσιολ. (Zur.) XLVIII15).
  • Β´ Το αρσ. ως ουσ.
    • 1)
      • α) Aντίπαλος (σε πόλεμο), εχθρός:
        • (Δούκ. 19329
      • β) αντίδικος:
        • (Ψευδο-Σφρ. 1586).
    • 2) Προκ. για το διάβολο:
      • ο αντικείμενος και σκότους ο προστάτης (Διγ. Z 2708).

[μτχ. του αρχ. αντίκειμαι ως επίθ. Το αρσ. ως ουσ. μτγν. (L‑S, λ. αντίκειμαι ΙΙΙ, Lampe, λ. αντίκειμαι 2d). Tο ουδ. και σήμ. ως ουσ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντικείμενος, -η, -ο [andicímenos] (L)
  • opposing, opposite, contrary (syn αντίθετος 1):
    • αντικείμενες θέσεις, έννοιες |
    • αντικείμενα πρόσωπα |
    • το γεγονός είναι μέρος της αντικείμενης προς τη θεωρητική συνείδηση πραγματικότητας (Papanoutsos) |
    • ορίζονται με σαφήνεια τα δύο αντικείμενα άκρα ανάμεσα στα οποία θα κινηθούν τα διαλεγόμενα πρόσωπα (Maronitis) |
    • ο πρωτόγονος παρουσιάζει μιαν αντικείμενη προς τη λογική ταύτιση με τα άψυχα (id.)

[prp of αντίκειμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες