Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικαταστάτρια
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντικαταστάτρια [andikatastátria] η,
  • ① female substitute, replacement:
    • σε λίγο καιρό η χήρα έφυγε και ο γιατρός αναζήτησε την αντικαταστάτριά της (Sotirchos)
  • ② surrogate, substitute, locum tenens:
    • ~ της χορεύτριας που αρρώστησε

[f of αντικαταστάτης w. suff -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go