Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικαταβολή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαταβολή η [andikatavolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντικαταβάλλω. || (ειδικότ.) τρόπος αποστολής εμπορεύματος σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης πρέπει να πληρώσει την αξία του κατά τη στιγμή που θα το παραλάβει: Θα αγοράσω την εγκυκλοπαίδεια με ~.

[λόγ. αντι(καταβάλλω) -καταβολή κατά το σχ.: καταβάλλω - καταβολή μτφρδ. γαλλ. contre remboursement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες