Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικαρκινικός -ή -ό [andikarkinikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση του καρκίνου: ~ έρανος / αγώνας. Aντικαρκινική εταιρεία / θεραπεία. Aντικαρκινικό Iνστιτούτο.
[λόγ. αντι- + καρκινικός μτφρδ. γαλλ. anticancéreux (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικαρκινικός, -ή, -ό [andikarcinikós] (L) med
- combating cancer, anticancer (ant καρκινογόνος):
- αντικαρκινικό παρασκεύασμα, φάρμακο |
- αντικαρκινικό τσιγαρόχαρτο |
- το σελήνιο είναι καρκινογόνο αλλά και αντικαρκινικό στοιχείο
- ⓐ concerning activities (educational, medical, research etc) directed against cancer:
- ~ αγώνας fight against cancer |
- αντικαρκινική εταιρία, έρευνα cancer society, research |
- αντικαρκινικό ινστιτούτο
[fr kath αντικαρκινικός, cpd w. καρκινικός]
- combating cancer, anticancer (ant καρκινογόνος):



