Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικαπνιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικαπνιστικός -ή -ό [andikapnistikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αντίθεση προς το κάπνισμα και έχει ως σκοπό την καταπολέμησή του: Aντικαπνιστική προπαγάνδα / καμπάνια.

[λόγ. αντι- + καπνισ- (καπνίζω) -τικός μτφρδ. αγγλ. antismoking (anti- = αντι-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go