Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντικέρ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικέρ ο [antikér] Ο (άκλ.) : αυτός που εμπορεύεται αντίκες· αντικέρης.

[λόγ. < γαλλ. antiquaire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικέρης ο [antikéris] Ο11 : αντικέρ.

[αντικέρ -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go