Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιιμπεριαλιστικός -ή -ό [andiimberialistikós] Ε1 : που είναι εχθρικός προς τον ιμπεριαλισμό: Aντιιμπεριαλιστική χώρα / κυβέρνηση / επανάσταση. Aντιιμπεριαλιστική πολιτική.
αντιιμπεριαλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + ιμπεριαλιστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιιμπεριαλιστικός, -ή, -ό [andiimberialistikós]
- anti-imperialist (ant ιμπεριαλιστικός):
- αντιιμπεριαλιστική πολιτική |
- η συσπείρωση των δημοκρατικών δυνάμεων σε κοινό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο (LSakellariou)
[cpd w. ιμπεριαλιστικός]
- anti-imperialist (ant ιμπεριαλιστικός):



