Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιθέτω [andiθéto] -ομαι Ρ αόρ. αντέθεσα, απαρέμφ. αντιθέσει (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (σπάν.) ενεργώ έτσι ώστε να δημιουργείται αντίθεση· (βλ. και αντιτίθεμαι). α. αντιπαραθέτω: ~ δύο χρώματα / έννοιες. β. αντιτάσσω: Στην υποκρισία του κόσμου αντιθέτει την ειλικρίνεια.
[λόγ. < αρχ. ἀντιτίθημι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το τίθημι > θέτω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιθέτω [andiθéto] aor subj αντιθέσω, mi αντιθέτομαι (L)
- contrast, counterpose, oppose (sth to sth else) (syn αντιτάσσω):
- αντιθέτει την ύπαρξη στη νόηση, την ουσία στη μορφή, την τέχνη στην εμπειρία, την πίστη στο λογικό |
- ο Aριστοτέλης αντιθέτει το εκούσιο στο ακούσιο (Theodoridis) |
- ο Kαντ διατυπώνει την άποψή του αντιθέτοντάς την προς μια φιλοσοφία με πνεύμα λεϊβνιτιανό (Papanoutsos) |
- δεν επιτρέπεται να αντιθέτονται οι μέθοδοι και οι όροι της γνώσης (id.) |
- ο συγγραφέας είναι ευπαθής σε όσα αντιθέτουν τον άνθρωπο με τον κόσμο (Charis) |
- το παρόν πρέπει να αντιθέσει τον εαυτό του προς το παρελθόν (Theodorakop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιθέτω; cf AG ἀντιτίθημι]
- contrast, counterpose, oppose (sth to sth else) (syn αντιτάσσω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιθέτως [andiθétos] adv (L) = αντίθετα 2
- :
- ο Kαζαντζάκης είχε τσακίσει· ~ο Σοφιανόπουλος κρατιότανε μια χαρά (Fteris) |
- κανένας δεν της άνοιξε τα μάτια, ~ όλοι της τα έκλεισαν (Thrylos) |
- ενώ η ελευθερία του αστού ήταν μικρή, η αδυναμία του απέναντι του κομμουνιστή ήταν ~ μεγάλη (Tsatsos) |
- το ελληνικό πνεύμα δημιούργησε την επιστήμη· ~ η Aσία ουδέποτε δημιούργησε τέτοιο όργανο έρευνας (Theodorakop, adapted) |
- poem δε θέλω να πω πως δεν τον πένθησαν |..| όλως ~! έβλεπες άλλωστε έκδηλη τη θλίψη τους (Montis)
[fr kath αντιθέτως ← LK]



