Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιηλεκτροπληξιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιηλεκτροπληξιακός -ή -ό [andiilektropliksiakós] Ε1 : που προστατεύει από την ηλεκτροπληξία.

[λόγ. αντι- + ηλεκτροπληξί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες