Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιεπιστημονικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιεπιστημονικά [andiepistimoniká] adv
  • in an unscholarly way:
    • εντελώς δογματικά, .. και ως εκ τούτου .. ~, προσπάθησε να στηρίξει τη θεωρία του (Stournas)

[der of αντιεπιστημονικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες