Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιεξουσιαστικός -ή -ό [andieksusiastikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός σε κάθε εξουσία: ~ αγώνας.
αντιεξουσιαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + εξουσιαστικός]



