Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιεξουσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιεξουσία [andieksusía] η, neol
  • authority opposing established authority:
    • ο σκοπός των Iταλών αυτόνομων είναι να γίνουν μαζικό κίνημα, ~, στους κόλπους της κοινωνίας

[cpd w. εξουσία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιεξουσιαστικός -ή -ό [andieksusiastikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός σε κάθε εξουσία: ~ αγώνας. αντιεξουσιαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + εξουσιαστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες