Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντιδόνηση
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδόνηση [andi∂ónisi] η, (L) fig
  • repercussion, vibration, response:
    • η ποίηση θα προκαλέσει μέσα μας αντιδονήσεις με την ελλειπτικότητά της (Chatzinis, adapted) |
    • αυτός ο κεραυνός σε αιθρία επρόκειτο να έχει τις αντιδονήσεις του και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Roussos)

[fr kath (neol) αντιδόνησις, der of MG αντιδονώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go