Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδόνηση [andi∂ónisi] η, (L) fig
- repercussion, vibration, response:
- η ποίηση θα προκαλέσει μέσα μας αντιδονήσεις με την ελλειπτικότητά της (Chatzinis, adapted) |
- αυτός ο κεραυνός σε αιθρία επρόκειτο να έχει τις αντιδονήσεις του και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Roussos)
[fr kath (neol) αντιδόνησις, der of MG αντιδονώ]
- repercussion, vibration, response:



