Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδυναστικός -ή -ό [andiδinastikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός στο βασιλιά ή σε ολόκληρη τη δυναστεία: Οι διαδηλώσεις πήραν αντιδυναστικό χαρακτήρα και οδήγησαν στην έξωση του βασιλιά.
αντιδυναστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. antidynastique < anti- = αντι- + dynastique = δυναστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδυναστικός1 [andi∂inastikós] ο,
- adversary of the ruling dynasty, antiroyalist (near-syn αντιβασιλικός, ant βασιλικός, φιλοβασιλικός):
- ο Bενιζέλος είχε φήμη αντιδυναστικού (TAthanasiadis) |
- η απλότητα του βασιλέως Παύλου .. αφόπλιζε και τους πιο παθιασμένους αντιδυναστικούς (Psathas)
[substantiv. m of αντιδυναστικός2]
- adversary of the ruling dynasty, antiroyalist (near-syn αντιβασιλικός, ant βασιλικός, φιλοβασιλικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδυναστικός2, -ή, -ό [andi∂inastikós] (L)
- opposed to the ruling dynasty, antidynastic, antiroyalist (syn & ant in αντιδυναστικός1):
- αντιδυναστική ατμόσφαιρα, διάθεση, ορμή |
- η αντιδυναστική αντίδραση φουντώνει (Petsalis) |
- ο Kονδυλάκης .. περιγράφει τις αντιδυναστικές κι επαναστατικές τάσεις της νεολαίας (επί Όθωνος) (Sachinis) |
- η Σπάρτη ευνοούσε τις αντιδυναστικές κινήσεις των Θεσσαλών (Roussos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδυναστικός, cpd w. δυναστικός]
- opposed to the ruling dynasty, antidynastic, antiroyalist (syn & ant in αντιδυναστικός1):



