Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδραστικό [andi∂rastikó] το, (L) chem
- chemical agent, reagent (near-syn αντιδραστήριο):
- για την εμφάνιση της φωτογραφικής πλάκας πρέπει να προμηθευτείτε τα κατάλληλα αντιδραστικά (Mourelos)
[substantiv. n of αντιδραστικός]
- chemical agent, reagent (near-syn αντιδραστήριο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδραστικός -ή -ό [andiδrastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αντίδραση. α. που αντιδρά στις κοινωνικοπολιτικές ιδέες και δυνάμεις οι οποίες στηρίζουν την πρόοδο: Ένας ~ πολιτικός. Aντιδραστική κυβέρνηση / πολιτική / νομοθεσία / παιδεία. Aντιδραστικό καθεστώς / κόμμα. Kατηγορήθηκε ως ~ και εκτελέστηκε από τους επαναστάτες. || (ως ουσ.) οι αντιδραστικοί, οι αντιδραστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις: Οι αντιδραστικοί κέρδισαν τις εκλογές. β. που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια ή κατάσταση: Aντιδραστική ενέργεια / συμπεριφορά. Δεν πρόκειται να συμφωνήσεις μαζί του, γιατί είναι αντιδραστικό στοιχείο.
αντιδραστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντιδρασ- (αντιδρώ) -τικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδραστικός, -ή, -ό [andi∂rastikós]
- resisting change, extremely conservative, die-hard, reactionary (syn οπισθοδρομικός, near-syn συντηρητικός, μισονεϊστής, ant φιλελεύθερος, προοδευτικός, καινοτόμος):
- αντιδραστική ιδεολογία, κυβέρνηση, πολιτική, εφημερίδα, αντιδραστικό πνεύμα |
- αντιδραστική δεξιά |
- αντιδραστικές τάσεις, δυνάμεις |
- η αντιδραστική προσπάθεια των Bουρβόνων |
- η κρυφότητα των αντιδραστικών πολιτικών (Chourmouzios) |
- η κυρία Στάελ, φανατική αντιδραστική κατά των γαλλικών επαναστατικών ιδεών (Georgoulis) |
- ένας ~ δάσκαλος εναντίον .. της νέας ποιητικής αλήθειας (Tsatsos, adapted) |
- ο νότος (των HΠA) ήταν πάντοτε ~ στις καινοτομίες (Papanoutsos) |
- μέρος των νέων .. παραδίνεται .. σε αντιδραστικές ή προοδευτικές βιαιότητες (Kanellop) |
- η σχολική μεταρρύθμιση βρήκε μεγάλες δυσκολίες από τους κύκλους των αντιδραστικών (Dimaras) |
- ο καπιταλισμός είναι αλλού ~, αλλού φιλελεύθερος και προοδευτικός (Theotokas, adapted) |
- η αστική τάξη καταδικάζεται από τον μαρξισμό ως αντιδραστική (Theodorakop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδραστικός, der of *αντιδραστός]
- resisting change, extremely conservative, die-hard, reactionary (syn οπισθοδρομικός, near-syn συντηρητικός, μισονεϊστής, ant φιλελεύθερος, προοδευτικός, καινοτόμος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδραστικότητα η [andiδrastikótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αντιδραστικούα: H ~ ενός νόμου / μιας πράξεως. β. η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να αντιδρά: H ~ του ζωντανού οργανισμού στα εξωτερικά ερεθίσματα.
[λόγ. αντιδραστικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδραστικότητα [andi∂rastikótita] η, (L)
- conservatism, reactionism (syn in αντίδραση 2):
- φανατική, ανόητη ~ |
- αν η συντήρηση είναι ωφέλιμη, η ~ είναι σωστή συμφορά (Papanoutsos) |
- η στενοκεφαλιά και η ~ των Δομινικανών (Kanellop)
[fr kath (neol) αντιδραστικότης, der of αντιδραστικός]
- conservatism, reactionism (syn in αντίδραση 2):



