Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδογματισμός [andi∂oγmatizmós] ο, (L)
- stance against dogmatism, antidogmatism:
- η ουσία της ανθρωπιστικής παιδείας είναι ο ~ (Panagiotop) |
- ένας γενικότερος ~ πρέπει να χαρακτηρίζει τη στάση μας απέναντι στα θεατρικά κείμενα, ιδιαίτερα τα κωμικά (FKakridis, adapted)
[fr kath (neol) αντιδογματισμός, cpd w. δογματισμός]
- stance against dogmatism, antidogmatism:



