Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιδικώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιδικώ [andiδikó] Ρ10.9α : βρίσκομαι σε κατάσταση αντιδικίας, έχω αντιδικία με κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. ἀντιδικῶ (νομ. σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αντιδικώ.
  • Α´ (Aμτβ.) εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, φέρνω αντίρρηση:
    • (Eλλην. νόμ. 5527).
  • Β´ (Mτβ.) φέρνω αντίρρηση, αποκρούω κ.:
    • (αυτ. 5535).

[αρχ. αντιδικέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδικώ [andi∂ikó] αντιδικείς, aor αντιδίκησα (subj αντιδικήσω)(L)
  • ① law be an opponent in a lawsuit, litigate (syn είμαι αντίδικος)
  • ② oppose, contend, rebut:
    • είχε δίκιο, έπρεπε ν' αντιδικήσει |
    • αντιδικείς με τον πατέρα σου; |
    • με μένα αντιδικείς τώρα ή με τον εαυτό σου; ήταν μια από τις φοβερές της κουβέντες που σε καθήλωναν (Terzakis) |
    • ο Xρ. Eυελπίδης έλεγε τα σοβαρότερα πράγματα χαμογελώντας, αντιδικούσε με τις ιδέες σου χαμογελώντας (Venezis) |
    • οι Xριστιανοί δεν αντιδικούσαν με τους νόμους, δεν την ενοχλούσαν την εξουσία (Panagiotop) |
    • η γραφειοκρατία αντιδικεί με τον πολίτη, ενοχλείται από την παρουσία του, τον ταλαιπωρεί (id.) |
    • για να φθάσομε στο τέρμα, θα περάσομε μέσα από το ζόφο μιας σκληρής εποχής. Θα πρέπει πρώτα να σταυρωθεί ο άνθρωπος, να αντιδικήσουν οι δυνάμεις του κακού προς τις δυνάμεις του αγαθού (Georgoulis) |
    • ένας συνταγματικός βασιλεύς δεν δύναται να δημοσιογραφεί, πολύ ολιγότερο να αντιδικεί από τις στήλες των εφημερίδων με ένα από τα κόμματα του τόπου (Roussos) |
    • για να αποκρούσει τον προτεσταντισμό δε σκέφθηκε να αντιδικήσει μαζί του· δεν ύψωσε ποτέ εριστική φωνή (Kanellop) |
    • ο Xούμνος αντιδικεί με τον Mετοχίτη ως νεοπλατωνικό (id.) |
    • νόμισε ο Γ. Tραπεζούντιος ότι μπορούσε ν' αντιδικήσει μαζί του και σε θέματα που αφορούσαν τη λατινική γλώσσα (id.) |
    • ο μαρξισμός αντιδικεί με την κεφαλή του όλου σώματος, με το εσωτερικό του εαυτού του (Theodorakop) |
    • poem τι θα 'βγαινε λοιπόν ν' αντιδικήσω ανοιχτά, | να ουρλιάζω έξω από κατάκλειστα παράθυρα; (Patrikios)

[fr MG αντιδικώ, also pap, 4th-5th c. AD ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες