Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδιαβρωτικό [andi∂iavrotikó] το, (L)
- corrosion preventive, anticorrosive
[fr kath αντιδιαβρωτικόν, substantiv. n of kath αντιδιαβρωτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδιαβρωτικός -ή -ό [andiδiavrotikós] Ε1 : που δρα εναντίον της διάβρωσης.
[λόγ. αντι- + διαβρωτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδιαβρωτικός, -ή, -ό [andi∂iavrotikós] (L)
- anti-rust, anticorrosive:
- ~ χάλυβας corrosion resisting steel |
- αντιδιαβρωτικό χρώμα anticorrosive paint
[fr kath, cpd w. διαβρωτικός]
- anti-rust, anticorrosive:



