Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιδημοτικότητα η [andiδimotikótita] Ο28 : η ιδιότητα εκείνου που είναι αντιδημοτικός.
[λόγ. αντιδημοτικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιδημοτικότητα [andi∂imotikótita] η, (& kath αντιδημοτικότης) (L)
- absence of popularity, unpopularity (syn αντιλαϊκότητα, ant δημοτικότητα):
- είναι γνωστή η μεγάλη αντιδημοτικότης του Παύλου Kλωντέλ με μια παράλληλη μειοψηφία μέσα και έξω απ' τη Γαλλία έξαλλων θαυμαστών ή και πιστών ακόμη (Papatsonis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδημοτικότης, der of αντιδημοτικός]
- absence of popularity, unpopularity (syn αντιλαϊκότητα, ant δημοτικότητα):