Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιδημοτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιδημοτικός -ή -ό [andiδimotikós] Ε1 : που δεν αρέσει στο λαό· (πρβ. αντιλαϊκός): Ένας ~ νόμος. Aντιδημοτικές φορολογίες. H κυβέρνηση διστάζει να πάρει αντιδημοτικά μέτρα ενόψει των εκλογών.

[λόγ. αντι- + δημοτικός μτφρδ. γαλλ. impopulaire]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιδημοτικός, -ή, -ό [andi∂imotikós] (L)
  • ① not popular, unpopular (ant δημοτικός, δημοφιλής, λαοφιλής):
    • ο Όθων έγινε ~ (Papantoniou) |
    • ο έντιμος αλλά αυταρχικός και ~ Στράφορντ (Kanellop) |
    • ο Mπεκίρ κάπως συμβόλιζε την κρατική αυθαιρεσία και γι' αυτό ήταν χαρακτηριστικά αντιδημοτικό πρόσωπο (Ioannou, Karangiozis) |
    • το κίνημα του 1935 ήταν αψυχολόγητο, αντιδημοτικό (Karagatsis) |
    • για ποιητή θα μπορούσαμε να τον πούμε αντιδημοτικό (Palam)
  • ② contrary to the people's interests (syn αντιλαϊκός):
    • αντιδημοτικοί νόμοι |
    • αντιδημοτικά φορολογικά μέτρα |
    • είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε τέτοια αντιδημοτικά μέτρα |
    • ο εφοριακός για χάρη του κράτους ασκεί την τόσο αντιδημοτική του υπηρεσία (Psathas) |
    • αντιδημοτικό το θέμα για το χρονογράφο

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιδημοτικός, cpd w. δημοτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες