Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιγραφέας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιγραφέας ο [andiγraféas] Ο21 : αυτός που αντιγράφει κτ. α. αυτός που δημιουργεί αντίγραφα: Οι διαφορές στα αρχαία χειρόγραφα οφείλονται συνήθως σε λάθη των αντιγραφέων. || (ειρ.) αυτός που αντιγράφει σε γραπτές εξετάσεις: Δεν είναι καλός μαθητής αλλά ικανότατος ~. β. αυτός που μιμείται κπ. ή κτ.: Δεν είναι καλλιτέχνης αλλά απλός ~.

[λόγ. < αρχ. ἀντιγραφεύς, αιτ. -έα `γραμματέας, ελεγκτής΄ σημδ. γαλλ. copiste]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιγραφέας [andiγraféas] ο, (& kath αντιγραφεύς) pl αντιγραφείς (L)
  • ① copier, copyist:
    • εργαζόταν ως ~ σε συμβολαιογραφείο |
    • ~ χειρογράφων scribe of manuscripts |
    • δύο αντιγραφείς κωδίκων |
    • ο scriptor ήταν απλός ~ κειμένων |
    • ο ~ του παπύρου
  • ⓐ imitator (syn μιμητής):
    • ο ποιητής, ~ αρχαίων και νέων Oράτιων, Δάντηδων κλ (Palam) |
    • αν ο ποιητής δεν μεταμορφώνει την καθημερινότητα, τότε απομένει ένας απλός μιμητής, ένας ~ (Chatzinis) |
    • πάρα πολλοί είναι οι χωρίς ταλέντο μιμητές και αντιγραφείς (id)
  • ② imitator, copier, reproducer, of fine arts:
    • ~ σχεδίου, tracer |
    • ~ ζωγραφικών πινάκων και γλυπτών |
    • η φωτογραφία απέκτησε τη φήμη ως ~ της πραγματικότητας (Papantoniou, adapted) |
    • οι αντιγραφείς της ρωμαϊκής εποχής αντίγραψαν το αρχαιοελληνικό γλυπτό πιστά |
    • τα δημόσια μνημεία των Aθηνών θέλησε ο Λουδοβίκος να αντιγράψει στο Mόναχο, αλλά η αντιγραφή απέτυχε, γιατί οι αντιγραφείς δεν υπήρξαν μεγάλοι, δεν είχαν τη φαντασία (Athanasiadis-N, adapted) |
    • ένας απλός ~ της φύσης ποτέ δεν μπορεί να δημιουργήσει τίποτε μεγάλο (Vrettakos)

[fr kath αντιγραφεύς ← MG αντιγραφεύς 'chief secretary of state' (Chron. Pasch., 7th c.) ← K (pap, 3rd, 2nd, 1st c. BC & 3rd AD) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες