Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιβουίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιβουίζω [andivuízo] Ρ2.1α : αντηχώ, αντιλαλώ.

[αντι- βουίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιβουίζω [andivuízo] aor αντιβούισα & αντιβούιξα,
  • also αντιβοΐζω, αντιβόιζε, echo, resound, reverberate (syn in αντηχώ):
    • η φωνή του αντιβούιξε |
    • αντιβούιξε με την φωνή του η χαράδρα |
    • μες στη βαθιά νύχτα τα φαράγγια αντιβούισαν από κανονιές |
    • το φαράγγι αντιβουίζει από τον αχό της φωνής και του νερού (Myriv) |
    • ένας παράξενος χτύπος αντιβούισε στη σιγή του περίβολου (Ouranis) |
    • στην ήρεμη ατμόσφαιρα του βραδιού η καμπάνα αντιβούισε αργά (TAthanasiadis) |
    • απόξω η ασίγαστη φλυαρία της θάλασσας· αντιβόιζ' ο μαύρος θόλος της σπηλιάς (Lountemis) |
    • αντιβούιξε η εκκλησιά |
    • το βουνό αντιβούιζε τώρα σύγκορμο από το σφυροκόπημα· ήτανε πολυβόλα (Terzakis) |
    • το σπίτι έχει γεμίσει μονομιάς από ήχους, αντιβουίζει σύγκορμο, κραδαίνεται (id.) |
    • εκρήξεις συγκλόνιζαν τώρα τον κόσμο, η γης αντιβούιζε γοερά (DOikonomidis) |
    • αντιβούισε η πόλη από τις σειρήνες και τα καμπανοχτυπήματα (TAthanasiadis) |
    • αντιβουίζει πέρα για πέρα το κέντρο της Aθήνας (Psathas) |
    • ο μικρός όρμος αντιβουίζει απ' τις χειροβομβίδες που πετάνε στη θάλασσα (Zappas) |
    • της Έξοδος τ' αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα, λιάκουρες και κλεισούρες αντιβουίσαν (Vlachogiannis) |
    • poem κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα | η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα (Solom) |
    • .. του τόπου τούτου οι θόλοι | δεν αντιβούισαν μοναχά στο βρόντο από τες σφαίρες (Markoras) |
    • .. των Φαιδριάδων, | που βούιζαν κι αντιβούιζαν μέσα σε όλη τη νύχτα (Vrettakos)
  • ⓐ trans το παλάτι αντιβούισε τις τρομερές φωνές του Aντώνιου (Roussos):
    • τα φαράγγια αντιβούισαν τον κεραυνό (Venezis) |
    • poem έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα (Solom) |
    • τ' αγαπημένα μας βουνά και οι ρεματιές, τ' αμπέλια |..| θ' αντιβουΐσουν γύρω τον αχό (Zevgoli-G) [fr LMG αντιβοΐζω (Somavera), this fr K àντιβο΅ through mediation of aor àντιβόησα

[αndivóisα], on whose model pres in -ίζω was formed]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες