Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιβαίνω [andivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. στο γ' πρόσ.) πρτ. αντέβαινα : (για αφηρ. έννοια) έρχομαι, βρίσκομαι σε αντίθεση με κτ.· αντίκειμαι: Ενεργεί έτσι ώστε η κάθε πράξη του να μην αντιβαίνει στις αρχές του. Nόμοι που αντιβαίνουν στο σύνταγμα χαρακτηρίζονται ως αντισυνταγματικοί.
[λόγ. < αρχ. ἀντιβαίνω `αντιστέκομαι΄ σημδ. γαλλ. aller à l΄encontre]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιβαίνω [andivéno] pres, ipf (rarely) αντέβαινε (L) intr
- go against, be contrary to, trangress (syn αντίκειται):
- η ενέργεια αυτή αντιβαίνει στο νόμο |
- η πράξη αυτή αντιβαίνει στις ηθικές αρχές |
- η απαίτησή τους αντιβαίνει στα δικά μας συμφέροντα |
- η αξίωσή του αντιβαίνει στους όρους της συμφωνίας |
- αξιόποινο αδίκημα είναι πράξη που αντιβαίνει σε ορισμένο κανόνα δικαίου (Papanoutsos) |
- παραλογισμοί λέγονται τα επιχειρήματα που αντιβαίνουν στον ορθό λόγο και επομένως δεν έχουν αποδεικτικήν αξία (id.) |
- το μέτρο της πλεονεκτικής μεταχείρισης των εξαιρετικών παιδιών δεν αντιβαίνει στη δημοκρατική ισότητα .. και γιατί τα παιδιά αυτά πρέπει να θεωρούνται κοινό κτήμα (id.) |
- καταργούνται οι διατάξεις νόμων και διαταγμάτων που αντιβαίνουν σε τούτο το Σύνταγμα (Christidis) |
- τούτα τα συμπεράσματα αντιβαίνουν σε όσα μου αρέσουν και με ελκύουν (Thrylos) |
- καμιά διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η εφαρμογή της αντιβαίνει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη (Christidis AK) |
- η δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου είναι άκυρη, ενόσω δεν συνάγεται τίποτα άλλο (ib)
[fr kath αντιβαίνω ← MG αντιβαίνω (ByzG pap; also in Pontic dial) ← AG]
- go against, be contrary to, trangress (syn αντίκειται):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιβαίνων, -ουσα, -ον [andivénon] (L)
- being contrary to, transgressing:
- υποθέτομε αληθινή την αντιφατικά ενάντια γνώμη από εκείνη που πρεσβεύομε και δείχνομε ότι η αποδοχή της οδηγεί σε προτάσεις ψευδείς ως αντιβαίνουσες στη φυσική τάξη ή στον ορθό λόγο (Papanoutsos)
[fr kath, prp of αντιβαίνω]
- being contrary to, transgressing:



