Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιαισθητικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντιαισθητικά [andiesθitiká] adv
  • tastelessly, unattractively, anti-esthetically, unesthetically:
    • οι κιρσοί τόσο ~ φιγουράρουν στα πόδια πολλών ανδρών και γυναικών (GLadas) |
    • περπατάει ~ με λυγισμένα τα γόνατα, επειδή κάνει το γέρο (Terzakis) |
    • στη λογοτεχνία η χρήση των απηχητικών μέσων έχει μετριαστική λειτουργία, όταν εξωραΐζει την έκφραση με την αντικατάσταση ενός άμεσα αλλά ~ δηλωτικού σημείου από μια ευσχημότερη διατύπωση, όπως λ.χ. η περίφραση ίππων θύγατρες αντί ημίονοι (Stathis)

[der of αντιαισθητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες