Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαεροπορικό [andiaeroporikó] το, (L)
- antiaircraft gun or battery, antiaircraft:
- τα αντιαεροπορικά χτυπούσαν χαμηλά |
- ο "Aβέρωφ" άρχισε να χτυπάει με τ' αντιεροπορικά του |
- πολλοί άκουαν τον απαίσιο βόμβο των αεροπλάνων μέσα από τον πυκνό φραγμό του αντιεροπορικού (TAthanasiadis) |
- το ~ άνοιξε δυνατό φραγμό από κάποιο γήλοφο (id.) |
- το ~ των κινηματιών έριξε το αεροπλάνο (Karagatsis)
[fr kath αντιαεροπορικόν (neol), substantiv. n of αντιαεροπορικός]
- antiaircraft gun or battery, antiaircraft:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιαεροπορικός -ή -ό [andiaeroporikós] Ε1 : (στρατ.) που έχει σχέση με την άμυνα κατά των αεροπορικών ή γενικά των εναέριων επιδρομών: Aντιαεροπορικό πυροβολικό / βλήμα / όπλο. ~ πύραυλος. Aντιαεροπορική άμυνα / κάλυψη. Aντιαεροπορικό καταφύγιο. || (ως ουσ.) το αντιαεροπορικό, αντιαεροπορικό όπλο.
[λόγ. αντι- + αεροπορικός μτφρδ. αγγλ. anti-aircraft (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιαεροπορικός, -ή, -ό [andiaeroporikós] (L)
- antiaircraft (adj):
- αντιαεροπορική άμυνα antiaircraft defense (syn αεράμυνα) |
- αντιεροπορική βολή antiaircraft shooting |
- ~ συναγερμός air alert |
- αντιεροπορικό όπλο antiaircraft weapon |
- αντιαεροπορικό καταφύγιο air raid shelter |
- αντιαεροπορικό πυροβόλο antiaircraft gun |
- αντιαεροπορικό πυροβολικό antiaircraft artillery, flak |
- αντιαεροπορικό πυρ antiaircraft fire, flak (syn αντιαεροπορικά βλήματα) |
- αντιαεροπορικό πολυβόλο antiaircraft machinegun |
- αντιαεροπορικό πυροβολείο antiaircraft battery |
- ~ φραγμός box barrage, antiaircraft barrage |
- αντιεροπορικά κανόνια |
- η ελληνική αντιεροπορική πυροβολαρχία έριξε κάτω δυο εχθρικά αεροπλάνα (Terzakis) |
- οι αντιεροπορικές σειρήνες της πολιτείας σκόρπιζαν .. ανατριχίλα (LAkritas)
[fr kath (neol) αντιαεροπορικός, cpd w. αεροπορικός]
- antiaircraft (adj):