Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντηλιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντηλιά η [andilá] Ο24 : ακτινοβολία φωτός ή θερμότητας που προέρχεται από την αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων: Έχει / κάνει πολλή ~. Kλείσαμε τα παντζούρια για να αποφύγουμε την ~. || ο χώρος στον οποίο υπάρχει αντηλιά: Kαθόταν στην ~ και ζαλίστηκε.

[ελνστ. ἀντή λ(ιος) `απέναντι στον ήλιο΄ -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντηλιά [andiljá] η,
  • ① reflection of sunlight (syn in αντηλάρισμα):
    • η ~ του υπαίθρου εβερνίκωσε με σκοτινότερο χρώμα το δέρμα του |
    • τα σύκα μας ωριμάζουν νωρίς γιατί τα ψήνει η ~ των βράχων (Tsirkas) |
    • τα ασβεστωμένα σπιτάκια σπάθιζαν σκληρά την ~ (Myriv) |
    • χοροπηδούσε στην ~ που ξαστράφτει στα κύματα (Vlami)
  • ⓐ reflected sunlight, glare, radiance:
    • φως και ~ |
    • πολλή δυνατή, γαλάζια, εκτυφλωτική, κόκκινη, λευκή, ρόδινη ~ |
    • η ~ τον ενοχλεί |
    • οι γρίλλιες των παραθύρων του δρόμου ήταν κλειστές για την ~ (Xenop) |
    • ήτανε καλοκαίρι πια σωστό, ζέστη, ~ και σκόνη (Petsalis) |
    • poem να δω .. κατάματα | το θάνατο μέσα στην ~ τ' Aπρίλη (DStathop)
  • ② fig reflection (syn L ανταύγεια):
    • θαρρούσα πως ήταν η γλυκειά ~ από το επίχρυσο χέρι της που κάθε τόσο το σήκωνε μες στο σκοτάδι (Vrettakos) |
    • poem των ονείρων είναι η ~; | το αυγινό στοιχείο της μαγιόβρυσης; (Geralis)

[fr αντηλία substantiv. f of αντήλιος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντηλιάδα [andiljá∂a] η,
  • glare, radiance (syn αντηλιά 1b, αντηλάρισμα, αντήλι 1):
    • λιωμένο μολύβι έπεφτε κατάκορφα απ' τον ουρανό κ' η ~ ήταν τόση που σου τσουρούφλιζε τα μάτια (Petsalis) |
    • τ' όμορφο εκείνο φως της ύστατης αντηλιάδας (Krystallis) |
    • poem μπήκεν αψίς ο θεριστής, βαρύ το καλοκαίρι, φωτιά η ~ (Palam)

[der of αντηλιά w. suff -άδα1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες