Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντηλάρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αντηλάρισμα το,
βλ. αντιλάρισμα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αντηλάρισμα [andilárizma] το,
  • reflection, glare (syn αντανάκλαση, αντήλι 2, αντηλιά, αντηλιάδα):
    • το ~ της φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον Xριστουγεννιάτικο ξένο μας και φώτιζε τη στεγνή του όψη (Dafnis) |
    • poem κι ως έπαιζαν τ' αντηλαρίσματα της φλόγας στο κορμί του | και της βροντόλυρας τα κέρατα στους ώμους του σπαθίζαν (Kazantz Od 2.1311) |
    • μέρες ν' ανάγουνται ώριμες οι αγκάλες τ' ουρανού | να φέγγουν στο ~ τα μάτια μόνο εκείνα (Seferis) |
    • ένα θαμπό ~ | μες στην ψυχή μου πέφτει (Malakasis)

[fr LMG (Erotokr) αντηλάρισμα, der of αντηλαρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες