Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντζούγια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντζούγια η [andzúja] & αντζούγα η [andzúγa] Ο25α : γαύρος που διατηρείται και τρώγεται ως αλίπαστο.

[αντδ.: -γα: ιταλ. acciuga < υστλατ. *apiu(v)a < ελνστ. ἀφύη ( [ndz] από ιταλ. διαλεκτ. ancio-, angio-)· -για: μεταπλ. [ja] με βάση τον πληθ. αντζούγες και νέος εν. αντζούγια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντζούγια [antzúya] η, (& αντζούγα)
  • ① ichth anchovy, Engraulis encrasicholus (syn γαύρος, χαψί):
    • η ~ είναι ψάρι ξενικό, του ωκεανού· σπανιότατα συναντάται στην Mεσόγειο (Potamianos)
  • ② anchovy paste (syn αντζουγόπαστα)

[fr Italian acciuga 'id.']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go