Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντερώτηση [anderótisi] η, s. αντερώτημα
- :
- ερωτήσεις που τις εκμηδενίζει μια απλή ~ (Palaiologos) |
- αυτό καταφέρατε με τα βουλεύματα .. τις κάθε ποιότητος ερωτήσεις και τις αντερωτήσεις των συνηγόρων και των κατηγορουμένων (Christidis)
[fr kath αντερώτησις ← PatrG (5th, 7th c.)]