Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεροβγάλτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντεροβγάλτης ο [anderovγáltis] Ο10 : μανιακός δολοφόνος που σκοτώνει τα θύματά του ανοίγοντάς τους την κοιλιά.

[άντερ(ο) -ο- + βγαλ- (βγάζω) -της]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντεροβγάλτης [anderovγáltis] ο,
  • one who disembowels, ripper, fig a bloodthirsty (heartless) person, criminal:
    • κήρυκες φοβίζανε τον κόσμο πως οι ρεμπέτες των βουνών κ' οι αντεροβγάλτες έρχουνται ν' αφανίσουν τους νοικοκυραίους της Kαλαμάτας (Bastias) |
    • κλαις από συγκίνηση μπροστά στο φωτοφάντασμα του μεγάλου κατακτητή, του μεγάλου αντεροβγάλτη (Palam)

[cpd w. -βγάλτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες