Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντεργατικός -ή -ό [anderγatikós] Ε1 : που στρέφεται εναντίον των εργατών και των συμφερόντων τους. ANT φιλεργατικός: Aντεργατική πολιτική. Aντεργατικό νομοσχέδιο. Tα συνδικάτα ζητούν την κατάργηση των αντεργατικών νόμων.
[λόγ. αντ(ι)- + εργατικός μτφρδ.(;) αγγλ. anti-labour]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεργατικός, -ή, -ό [anderγatikós]
- anti-labor:
- ~ νόμος |
- αντεργατικό καθεστώς |
- αντεργατικές πράξεις |
- αντεργατική πολιτική
[fr kath (neol) αντεργατικός, der of PatrG ἀντεργάτης]
- anti-labor:



