Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεράκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντεράκι [anderáci] το,
  • ① small intestine (syn αντερούλι)
  • ② small sausage:
    • γεμιστά αντεράκια

[der of άντερο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες