Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεξόρμηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντεξόρμηση [andeksórmisi] η, gen αντεξόρμησης & αντεξορμήσεως (L) milit
  • rushing against (ant εξόρμηση):
    • οι δυνάμεις μας έκαμαν ~

[fr kath αντεξόρμησις, der of LK ἀντεξορμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες