Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντενοκάταρτο [andenokátarto] το, naut
- ricker, spar (syn kath ιστοκεραία, σφηνίσκος):
- folks. κ' έχεις κι αντενοκάταρτα χρυσά, μαλαματένια (DPetrop)
[cpd w. κατάρτι]
- ricker, spar (syn kath ιστοκεραία, σφηνίσκος):



