Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντεγκαλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντεγκαλώ [andeŋgaló] αντεγκαλείς, L) law
  • retort to an accusation, accuse in return, bring a countercharge, recriminate (syn αντικατηγορώ 2):
    • ο εγκαλούμενος αντεγκάλεσε τον κατήγορό του

[fr kath αντεγκαλώ ← AG, K 'bring a counterchange']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες