Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντασφάλιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντασφάλιση η [andasfálisi] Ο33 : αντασφάλεια.

[λόγ. αντ(ι)- + ασφά λι(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. reinsurance ή γαλλ. réassurance]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντασφάλιση [andasfálisi] η, gen αντασφάλισης & αντασφαλίσεως (L) law
  • act of reinsuring (i.e., insuring of part or all of the obligations undertaken be the insurer w. another insurer)

[fr kath αντασφάλισις, der of αντασφαλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες