Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντασφάλεια η [andasfália] Ο27 : η ασφάλιση μέρους των υποχρεώσεων ασφαλιστή σε τρίτο.
[λόγ. αντ(ι)- + ασφάλεια μτφρδ. αγγλ. reinsurance ή γαλλ. réassurance]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντασφάλεια [andasfália] η, (L)
- reinsurance
[fr kath (neol Koumanoudis) αντασφάλεια, cpd of αντ(ι)- & ασφάλεια]