Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανταπεργώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταπεργώ [andaperγó] ανταπεργείς, L)
  • maintain a lockout, to lockout:
    • οι ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες ανταπεργούν ένα μήνα τώρα

[fr kath ανταπεργώ, cpd w. απεργώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες