Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αντανακλαστικό
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αντανακλαστικό [andanaklastikó] το, usu pl αντανακλαστικά τα, (L)
  • ① biol automatic and unconscious reaction of the system to various external stimulations, reflex (syn ανακλαστικά):
    • τα βιολογικά αντανακλαστικά |
    • συγγενή or απόλυτα ~ |
    • επίκτητα or εξαρτημένα ~ conditioned reflexes |
    • δερματικό ~ skin reflex |
    • κοιλιακό ~ abdominal reflex |
    • το ~ του γόνατος knee reflex, knee jerk
  • ② fig reflex:
    • τα ηθικά αντανακλαστικά |
    • ο Γ. Bλαχογιάννης αγαθότατος με έντονα στιγμιαία αντανακλαστικά (Fteris) |
    • η πρώτη αυθόρμητη κίνηση, το ~ του πάθους, μόλις τον έπιασαν, ήταν να τον καθαρίσουν κι αυτόν· δεν υπήρχε συμπόνια, τίποτε, εκείνη τη στιγμή ο οίκτος για τον εχθρό, έστω και τον ετοιμοθάνατο, δεν εύρισκε πουθενά θέση (id.)

[fr kath αντανακλαστικόν, substantiv. n of kath αντανακλαστικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντανακλαστικός -ή -ό [andanaklastikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην αντανάκλαση: Aντανακλαστικά κάτοπτρα, που προκαλούν αντανάκλαση. Aντανακλαστικές ακτίνες, που προέρχονται από αντανάκλαση. 2. (ψυχ.) που γίνεται χωρίς τη συμμετοχή της βούλησης και της συνείδησης: Aντανακλαστικές λειτουργίες του οργανισμού. Aντανακλαστικές κινήσεις. || (ως ουσ.) τα αντανακλαστικά, αντανακλαστικές κινητικές αντιδράσεις.

[λόγ. αντανάκλασ(ις) -τικός, μτφρδ.: 1: γαλλ. réflecteur· 2: σημδ. γαλλ. réflexe, réflexes (πληθ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντανακλαστικός, -ή, -ό [andanaklastikós] (L)
  • ① reflecting:
    • αντανακλαστικό κάτοπτρο reflector |
    • αντανακλαστικό έλασμα baffle
  • ⓐ being reflected:
    • αντανακλαστικές ακτίνες
  • ② reflex, reflexive, automatic:
    • αντανακλαστικό φαινόμενο a reflex action, a reflex |
    • αντανακλαστικές κινήσεις reflex motions |
    • αντανακλαστική κίνηση, ταχύτητα |
    • η προφορά της λέξης μπορεί να προκαλέσει αντανακλαστικές αλλαγές (Geros) |
    • αντανακλαστικές αντιδράσεις |
    • προκαλούμε αντανακλαστικές ενέργειες (Evelpidis) |
    • οι φωνές του βρέφους είναι απλή αντανακλαστική κίνηση ύστερ' από δυσαρέσκεια ή πόνο (Papanoutsos) |
    • η μέλισσα ατομικά παρουσιάζει μόνο αντανακλαστικές κινήσεις (id.) |
    • η συνουσία είναι πράξη αντανακλαστική, της οποίας προΐσταται ο νωτιαίος μυελός (Katsigra)
  • ⓑ fig των ανανεωτικών τάσεων αντανακλαστικά δείγματα παρουσιάζει η ποίηση της σύγχρονης ποιητικής γενεάς (Spandonidis)

[fr kath αντανακλαστικός, der of *αντανακλαστός or αντανάκλαστος 'reciprocal' (Priscian. gramm., 5th / 6th c. AD)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντανακλαστικότητα [andanaklastikótita] η, (L) math, logic
  • reflexivity:
    • το αίτημα της αντανακλαστικότητας (NKritikos) |
    • ιδιότητες και έννοιες με τους μοντέρνους συμβολισμούς τους, όπως η ~, η συμμετρία κλ θα θεμελιώσουν τις βασικές μαθηματικές δομές (Sotirakis)

[fr kath αντανακλαστικότης, der of αντανακλαστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go