Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ανταγωνιστικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
ανταγωνιστικά [andaγonistiká] adv (L)
  • antagonistically:
    • δρα ~ |
    • είναι η διαπάλη των κομματικών ομάδων που διεκδικούν ~ ανάμεσά τους την εξουσία (Chourmouzios)

[der of ανταγωνιστικός; cf kath ανταγωνιστικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go