Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανταγωγή η [andaγοjí] Ο29 : (νομ.) η αγωγή που κάνει ο εναγόμενος εναντίον του ενάγοντος.
[λόγ. αντ(ι)- + αγωγή μτφρδ. γαλλ. reconvention]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανταγωγή [andaγoyí] η, law
- countersuit:
- μπορεί να κηρυχτεί υπαίτιος του διαζυγίου κι ο ενάγοντας, αν το ζητήσει ο εναγόμενος, αν έγινε δεκτή η ~ του εναγομένου για διαζύγιο, που στηρίζεται σε κάποιον λόγο (Christidis AK)
[fr kath (neol Koumanoudis), cpd of αντ(ι)- & αγωγή]
- countersuit:



