Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίτιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίτιμο το [andítimo] Ο42 : 1.το χρηματικό ποσό που δίνεται για την αγορά κάποιου αγαθού ή για την παροχή κάποιας υπηρεσίας: Σου έστειλα το ~ των βιβλίων που μου ταχυδρόμησες. Tο ~ καταβάλλεται με την παράδοση του εμπορεύματος. Οι επιβάτες πρέπει να έχουν το ακριβές ~ του εισιτηρίου. 2. (μτφ.) τίμημα2: Tο ~ της κοινωνικής προβολής είναι πολλές φορές βαρύ.

[λόγ. αντι- + τιμ(ή) -ον μτφρδ. γερμ. Gegenwert (πρβ. μσν. τα αντίτιμα `λύτρα΄, ελνστ. ἀντίτιμος `με ίση αξία΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίτιμο [andítimo] το, (L)
  • ① amount (of money) equal to the price of sth, price:
    • το ~ του εισιτηρίου |
    • κανείς δεν παίρνει εφημερίδα χωρίς ν' αφήσει το ~
  • ② price or cost (of sth gained) (syn αντιστάθμισμα 3, τίμημα):
    • για τις στιγμές που χάρηκα ο πόνος μου από δω και πέρα είναι μικρό ~ (TAthanasiadis)

[fr kath αντίτιμον ← K (Hesych. ἀντίτιμα· τά ἄποινα· τά ἀντέκτιτα) ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες