Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίρροπος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίρροπος -η -ο [andíropos] Ε5 : 1.(φυσ.) αντίρροπες δυνάμεις, που έχουν μεταξύ τους αντίθετη κατεύθυνση. || που αντισταθμίζει κτ. και φέρνει ισορροπία: Aντίρροπο βάρος, αντίβαρο. 2. που έρχεται σε αντίθεση με κτ. άλλο: Ο άνθρωπος κλείνει μέσα του αντίρροπες δυνάμεις. Mέσα στον Kαζαντζάκη κινούνται αντίρροπα ρεύματα.

[λόγ. < αρχ. ἀντίρροπος (για βάρος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίρροπος, -ή, -ό [andíropos] (L)
  • ① counterbalancing, counterweigh ting (syn αντίβαρος):
    • αντίρροπα βάρη |
    • ~ φανατισμός |
    • η διάσπαση του συγγραφέα σε δύο αντίρροπα έργα |
    • κάθε αλήθεια έχει και την αντίρροπή της |
    • ο Άγγελος Bλάχος έβαζε στην υπερτροφία του Bαλαωρίτη αντίρροπη τη λιτότητα του Zαλοκώστα (Palam) |
    • ο Kαβάφης παρουσιάστηκε σα μια δύναμη αντίρροπη στον παλαμικό χείμαρρο (Chatzinis) |
    • η βία προβάλλει σαν αντίρροπο κακό για να πειθαρχήσει τη διασπορά του πνεύματος (Tsatsos) |
    • χρειαζόμαστε κάποιαν ορμή αντίρροπη προς τις εγωιστικές τάσεις (Papanoutsos) |
    • η κόλαση των ημερών μας γέννησε την ανάγκη της ανεύρεσης ενός αντίρροπου παράδεισου (Sachinis)
  • ② opposing, opposite, contrary:
    • αντίρροπες δυνάμεις, τάσεις |
    • αντίρροπο ρεύμα |
    • η αντίρροπη ρώμη της θάλασσας |
    • τα ρολά με το λεμονί τόνο χτυπούν μιαν αντίρροπη νότα |
    • ένας κισσοστεφής σάτυρος πηδά σε αντίρροπη προς τον προηγούμενο στάση (DLazaridis) |
    • η κατάκτηση του ύψους έχει ως επακόλουθο μιαν αντίρροπη πτώση των στοιχείων που θυσιάζονται για ν' ανηφορίσουν τα άλλα (Papanoutsos)
  • ③ phr art αντίρροπη κίνηση contrapposto (syn αντιζύγιασμα, κοντραπόστο):
    • τα κεφάλια των ιππέων στρέφονται λίγο προς τα έξω, με μια αντίρροπη κίνηση που ποικίλλει την αυστηρή μετωπικότητα (Dakaris)

[fr kath αντίρροπος ← PatrG, K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες