Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίπλωρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αντίπλωρος, -η, -ο [andíploros] (& αντίπρωρος) naut (of
  • wind or waves) coming fr directly ahead, head, contrary (syn ανάποδος 2, ενάντιος, ant ούριος):
    • ~ άνεμος |
    • αντίπλωρη θάλασσα head sea |
    • αντίπλωρη παλίρροια

[fr MG *αντίπλωρος ← K, AG ἀντίπρωρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες