Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντίπλωρος, -η, -ο [andíploros] (& αντίπρωρος) naut (of
- wind or waves) coming fr directly ahead, head, contrary (syn ανάποδος 2, ενάντιος, ant ούριος):
- ~ άνεμος |
- αντίπλωρη θάλασσα head sea |
- αντίπλωρη παλίρροια
[fr MG *αντίπλωρος ← K, AG ἀντίπρωρος]
- wind or waves) coming fr directly ahead, head, contrary (syn ανάποδος 2, ενάντιος, ant ούριος):



