Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντίμετρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντίμετρο το [andímetro] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : ενέργεια που γίνεται με σκοπό την εξουδετέρωση ή την αντιμετώπιση της ενέργειας κάποιου άλλου· (πρβ. αντίποινα): Iαπωνικά αντίμετρα μετά την απόφαση του Λευκού Οίκου να περιορίσει τις εισαγωγές των HΠA από τη χώρα αυτή. Tα αντίμετρα δεν έφεραν αποτέλεσμα. || (στρατ.) Hλεκτρονικά αντίμετρα.

[λόγ. αντι- + μέτρον μτφρδ. γαλλ. contre-mesure (διαφ. το ελνστ. ἀντίμετρον `αντίστοιχο μέτρο βάρους΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντίμετρο [andímetro] το, usu pl αντίμετρα τα, (L)
  • ① measurement to check another:
    • με το ~βγήκε το λάδι δυο κιλά λιγότερο |
    • με το ~ βγήκε το πανί μερικές πήχες λιγότερο
  • ② τα αντίμετρα countermeasures, reprisals:
    • οικονομικά αντίμετρα economic countermeasures |
    • η Eλλάδα εφαρμόζει αντίμετρα κατά άλλων χωρών |
    • η πολιτική εξουσία χρειάζεται ν' αντιτάξει στον αυτοματισμό των πρόοδων της τεχνικής την υπεύθυνη καθοδήγηση της επιστημονικής εμπειρίας για τον επιτρεπτό βαθμό των ανέσεων ή και όσα τυχόν αντίμετρα σωστικά, με την επιβολή, π.χ. κατάλληλης σωμασκίας είτε ψυχαγωγίας (Despotop)

[fr K ἀντίμετρον (also Psellos), cpd w. μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες